ατμοπλοϊκός

ατμοπλοϊκός
-ή, -ό
επίρρ. -ώς αυτός που ανήκει στην ατμοπλοΐα ή γίνεται με ατμόπλοια: Οι ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες έχουν σχεδόν εκτοπιστεί από τις αεροπορικές και τις αυτοκινητικές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ατμοπλοϊκός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ατμοπλοΐα («ατμοπλοϊκή εταιρεία») 2. εκείνος που γίνεται με ατμόπλοιο («ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”